- τερετίζω
- ΝΜΑ(για χελιδόνι, αηδόνι ή τζιτζίκι) κελαηδώ με τερετισμό, τιτιβίζωνεοελλ.μουρμουρίζω ένα τραγούδι, σιγοτραγουδώμσν.τραγουδώαρχ.1. μιμούμαι τον τερετισμό χελιδονιού ή τζιτζικιού2. (κατά τον Φώτ.) συνοδεύω ένα τραγούδι φωνητικά3. (κατά τον Ησύχ.) «λαλῶ»4. σφυρίζω προκειμένου να εκφράσω την αποδοκιμασία μου για κάτι ή για κάποιον5. μτφ. φλυαρώ, μωρολογώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονοματοποιία, πιθ. < *τιριτίζω (πρβλ. τέττιξ: τιτίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.